Tα αινίγματα της μορφής – Αθηνά Σχινά
Ο χώρος είναι το αενάως ζητούμενο, στα εικαστικά έργα του Ανδριανού. Πρόκειται για τον εσωτερικό, ψυχικό χώρο της μορφής και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας στην οποία εκείνη εμφανίζεται, ισορροπώντας ανάμεσα στην κίνηση και στην ακινησία, στο φως και στο σκοτάδι, στα ημιτόνια των χρωμάτων και στις εντάσεις τους, στους ψιθύρους και στις εκκωφαντικές σιωπές των ερωτηματικών της. Ο χώρος γίνεται σώμα και αίνιγμα της μνήμης και της παρουσίας, των συγκαλύψεων και της αποκάλυψης μιας ασθμαίνουσας δράσης που προς στιγμήν αποκρυσταλλώνεται και από την άλλη πλευρά, οι εν δυνάμει συμπτύξεις της μορφής ή οι στάσεις της λειτουργούν ως εφαλτήρια για όσα ο δονούμενος και μυστηριώδης χώρος υπαινίσσεται, στην μερικότητα, στην ομιλητική λακωνικότητα και ελεγειακή αποσπασματικότητά του.
Ο Ανδριανός είναι ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης της νεότερης γενιάς. Η γραφή του, ρεαλιστική και εξπρεσσιονίζουσα, φανερώνει τις ρευστές μεταπλάσεις της μορφής ως αποκυήματα ενός πολυδύναμου χώρου, ο οποίος την περιλαμβάνει και την υποδεικνύει σαν το σύστοιχό του αντικείμενο και τον επιθετικό του προσδιορισμό. Η απτότητα της μορφής και οι οπτικές προσλαμβάνουσες μέσα απ΄ όπου εκείνη παριστάνεται, στατική και μετέωρη, δραματικά αισθαντική και λανθάνουσα, ακυρώνει τις βεβαιότητες του προφανούς, με το συγκεκριμένο να επιδοτεί την αποκαθήλωση της φιγούρας που μετατρέπεται σε αδιάγνωστο ιερογλυφικό του χώρου.
Ανάμεσα στην παραστατικότητα και στην αφαίρεση, οι φιγούρες του Ανδριανού εμφανίζονται σε γωνιές δωματίων σαν συμπυκνώσεις των ανακρουσμάτων που εκείνες μεταφέρουν από εγγραφές βιωμάτων και άγραφων «ιστοριών», αποτυπωμένων στους γυμνούς τοίχους και στα σανιδένια πατώματα. Με κόκκινο χρώμα, άλλοτε με πράσινα φώτα ή μέσα από μαύρα σκοτάδια, οι αποκαλυπτόμενες μορφές του θαρρείς κι έρχονται από ένα παρασκήνιο μιας θεατρικής παντομίμας, με λησμονημένο το σενάριό της. Προσπαθεί κανείς να τις «διαβάσει» κι αυτές δραπετεύουν από τις σημασίες τους, με τα χρώματα να τις τυλίγουν σαν ρήματα ενεργητικής φωνής που μεταφράζουν τις εντάσεις μέσα από τα αινίγματά τους για μια ζωή που απέλειπε κι όμως εξακολουθεί εναγωνίως να επιζητείται.
Το εξαιρετικό σχέδιο και η αληθοφάνεια του πλασίματος των σωμάτων, αλλά και των χαρακτηριστικών του προσώπου ή των χειρονομιών της μορφής, υπαγορεύουν μια μελετημένη από κάθε άποψη σύνθεση, στο υπόστρωμα της οποίας υπάρχει ένα γεωμετρικό πλέγμα, που δεν οδηγεί ωστόσο την σύνθεση σε έναν στείρο εγκεφαλισμό, αλλά σε μια ενορχηστρωμένη εναρμόνιση των μερών της προς το σύνολο, μέσα από εναλλασσόμενες εντάσεις και υφέσεις των χρωματικών και σχεδιαστικών τόνων. Η σαφήνεια, η καθαρότητα και η αμεσότητα διαπλέκονται με την ασάφεια και την υποβλητική ατμόσφαιρα των εικαστικών αυτών συνθέσεων, που αποκαλύπτουν λιγότερα απ΄ όσα υπαινίσσονται, αφήνοντας τον θεατή να προσπαθήσει να διαλευκάνει το μυστήριο της εικόνας. Μιας εικόνας, που λειτουργεί διαδραστικά σε σχέση με τον εκάστοτε αποδέκτη της, έλκοντάς τον με ηθελημένο αισθησιασμό, στα ενδότερα των νοηματικών και συνειρμικών της λαβυρίνθων.
Τις μορφές και τις σκιές τους, που προβάλλονται στα πατώματα ή στους τοίχους μεσοαστικών δωματίων, τις παρατηρούμε στον διάλογό τους με το φως. Ένα φως, που πέφτει, θαρρεί κανείς από προβολέα, άλλοτε πάλι πλάγιο, που έρχεται από κάποιο παράθυρο, για να φωτίσει στο αξεδιάλυτο μυστήριο της ίδιας της μετάπλασης και των χειρονομιακών διαδικασιών της, ως ένα είδος αποτυπωνόμενης τελετουργίας μιας πράξης που συντελέστηκε κι εξακολουθεί να συντελείται στο προσκήνιο της ψευδαίσθησης, η οποία όμως φυγαδεύει τις αλήθειες της, αφήνοντας μετέωρη την εντύπωση μιας «ατελούς καύσης» της μορφής, της χωροθεσίας και του εκτοπίσματος της κινησιολογία της.
Ο χώρος γίνεται χρόνος και ο χρόνος μια δυναμική κατάσταση που την ενσαρκώνει η κάθε μορφή του Ανδριανού, με το σωματικό της εκτόπισμα και κυρίως με το διαπεραστικό της αμφίσημο βλέμμα. Το βλέμμα, που διασταυρώνει πορείες ζωής και διαψεύσεις, αγωνίες και επιδιώξεις, όνειρα και φαντάσματα, φόβους και απορίες, κατοχυρώσεις και αμηχανίες, λαχτάρες και αδιέξοδα, φιλτραρισμένα μέσα από ένα βαθύ και υφέρποντα πόνο της υπαρξιακής μοναξιάς και της επιθυμίας για υπέρβαση. Δραματικοί τόνοι, μεταπράξεις και ειρωνικές αποστάσεις τονίζουν την φθαρτότητα του γήινου και ταυτοχρόνως τις αναπλαστικές του ικανότητες σε ένα πεδίο ελεύθερο, στο οποίο παριστάνονται μιμοδράματα της μορφής, των βλεμμάτων, των κινήσεων και των εσωτερικών της δονήσεων που αντηχούν στον συναρτώμενο χώρο ως μουσικοί φθόγγοι και υφολογικές χροιές, προερχόμενες από την ματιέρα, το πλάσιμο της ρευστής πινελιάς και της μνημείωσης των λακωνικών στιγμιοτύπων αυτής της μορφής, της οποίας οι σκιές σε αρκετές περιπτώσεις, ανεξαρτητοποιούνται. Οι σκιές, ως παράδοξες ετερότητες ενός άλλου εαυτού, έχουν την τάση να δραπετεύουν και είναι εκείνες που γίνονται συμπλεκτικοί σύνδεσμοι με τον χώρο που τις παράγει και ταυτοχρόνως τις εξορκίζει, τις αλλοτριώνει και τις επαναφορτίζει ως κινητήριες δυνάμεις των μορφών, που στέκονται ενώ αποδημούν, που μετατρέπονται σε απόηχους της ψυχικής ενδοχώρας, την οποία την ίδια στιγμή υπερακοντίζουν, αφήνοντας την αίσθηση του πεπερασμένου και όμως ανεξάντλητου, σ΄ ένα πεδίο εσωτερικής κυκλοφορικής ροής και ψυχοδυναμικά τροφοδοτημένης αποκαθήλωσης.
Αθηνά Σχινά
Κριτικός & Ιστορικός Τέχνης